- πρεσβεύτειρα
- η, Αβλ. πρεσβευτής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρεσβεύτειραν — πρεσβεύτειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτής — ο, ΝΑ, και κρητ. τ. πρεγγευτάς και πρεγγευτής και πρειγευτάς και πρειγευτής και πρεισγευτάς και πρεσγευτάς, θηλ. πρεσβεύτειρα, Α πρόσωπο που αναλαμβάνει το καθήκον να εκπροσωπήσει ένα κράτος σε άλλο κράτος, να διεξάγει διαπραγματεύσεις και να… … Dictionary of Greek